Εντελώς, τίγκα, απολύτως, τέζα. Από το αγγλικό full -και μάλλον μπήκε στη γλώσσα μας από τον όρο του χαρτοπαιγνίου (φουλ του άσσου κι έτς).

Παράγωγες εκφράσεις: «στο φουλ»: όσο δε μπάει άλλο
«φουλ τα γκάζια», δηλαδή, πέρα από το κυριολεκτικό (σανιδώνω κλπ): σε φουλ εγρήγορση. Κάποιο καυλόγκαζο του σάη ας το κάνει αυτόνομο λήμμα περδικαλώ, ευχαριστώ.

  1. - Θες άλλο;
    - Ευχαριστώ όχι, είμαι φουλ.

  2. - Το γεμίζω;
    - Φουλ.

  3. - Ο Τάκης καλά;
    - Φουλ ερωτευμένος. Τον έχουμε χάσει τελείως.

  4. Σε φουλ ρυθμούς Ίβιτς, Έτο...

  5. Ερωτικα βοηθηματα για απόλαυση στο φουλ!

(παραδείγματα δανεικά και μη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε