Πρόκειται για την γκόμενα που είναι αδύνατη και σχετικά μικροκαμωμένη· ωστόσο έχει ένα προσόν: έχει τουρλωτό κώλο, που ξεπροβάλλει μεγαλοπρεπώς προκαλώντας προβλήματα στον δύσμοιρο αντρικό πληθυσμό. Προσοχή δεν πρέπει να συγχέεται με το τούμπανο ή το τούμπανο-τούμπανο.

- Επ Τόλη...δεν ξέρω βασικά αν θα σου αρέσει...αλλά κοίτα...
- Ωχχ...αυτή είναι αδύνατη...
- Για κοίτα καλύτερα...
- Ααα...έχει όμως ζουμερό - σφριγηλό κώλο...είναι τουμπανάκι!

Βλ. και τουμπανόβυζο, τουμπανομεζές, μικρός τουμπανιστής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

#2
Khan