Το διαμάντι στα καλιαρντά. Εκ του λατσός = όμορφος (< lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί, δες) και του λιθάρι.

  1. Ο γκουρπαντος, μια ζωή την έβλεπε λατσολίθαρο της πολιτικής και αυτό δεν είναι μουσαντό. (Αποκατέ).

  2. Μου πήρε όλα μου τα τουλά, τα σκούρα, τα κοκκινολαιμάκια και τα τζαρόμπαλα, πάνε τα μπιρμπίλια και τα χαϊμαλιά, πάει και το μονολατσολίθαρο δαχτυλίδι της μάνας μου κι έμεινα η τζασλή στον άσσο. (Αποκατέ).

(από mafie, 08/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε