Σημαντική λέξη των καλιαρντών που σημαίνει πόθος, επιθυμία, καύλα, και ετυμολογείται από το γαλλικό désirer.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, Αθήνα: 1971, σ. 110) παραδίδει και τις λέξεις:
ντεζοδικελιάζω = κάνω μπανιστήρι
ντεζολαχτάρας = ο σαδιστής
ντεζοντουπού = η μαζοχίστρια
ντεζόμπουλα = το καυλόσπυρο
ντεζοπλένης = ο λάγνος
ντεζοχορχόρα = η ιδιοσυγκρασία.

  1. Το ντέζι μου να βουέλω τζά σαν ήρωας από την καραμουτζού πολιτική δεν ήταν μουσαντό! = Ο πόθος μου να θέλω να φύγω σαν ήρωας από την πουτάνα την πολιτική δεν ήταν ψέμα! (Αποκατέ).

  2. νάκα ντὶκ ἀπὸ ντέζι: δὲν βλέπω ἀπὸ καῦλα. (Αποκατέ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γινήκαμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια… (Αποκατέ).

"Αβέλω και ντέζι μια λάτσα με παίζει, μα νάκα αβέλω μπερντέ" στο 2.22 (από Khan, 19/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
boulgaroktonos

Εξαίρετο!! Το χρησιμοποιούσα πολύ συχνά, αλλά όχι με αυτήν την έννοια. Αν αναφέρεται σε άντρα είναι υποτιμητικό.