Μάζα από πέος. Στην ουσία ο ίδιος ο πούτσος, συνήθως σε στύση, σε μεγάλο μέγεθος.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πλήρωση χώρου από το πέος και κάποιες φορές συμπεριλαμβάνει και τους όρχεις μαζί.

  1. - Ρε μαλάκα τί μουνάρα είναι τούτη;
    - Άστα ρε φίλε! Κάθε μέρα στη δουλειά με το που την εβλέπω μ' αυτά τα ξέκωλα τα ρούχα, γεμίζει το βρακί μου πουτσοκρέας!

  2. Επίσης και ως βρωμόλογο την ώρα της σεξουαλικής πράξης: «...αααχ... πουτανάκι μου... θα σου γεμίσω το στόμα με πουτσοκρέας τώρα!!»

Στο 2.28. (από Khan, 28/06/12)

Και κρέας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Βλ. και βυζόκρεας, όπου ο τόνος μου φαίνεται πιο ταιριαστός.