Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Περίεργο που δεν την έχουν τα λεξικά. Αναρωτιέμαι μήπως συνδέεται με τα σαπρός, σάπιος και τα συγγενή.

#2
MXΣ

πούστη άντρα, με πρόλαβες!

Από τις σημειώσεις μου πριν βαρεθώ:

«το σαφρακιάζω υπάρχει στο “Πρωίας” (1933):
σαφρακιάζω (ρ.)· ως (αμετβ.), επί του δέρματος ιδία των χειρών και ποδών, συρρικνούμαι, ζαρώνω λόγω μεγάλης παραμονής εν τω ύδατι· ǁ (ως μετβ.), επί του ύδατος, συρρικνώ το δέρμα του ανθρώπου. Ουσ. σαφράκιασμα (το), η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαφρακιάζω.

Δες και σαφρανιάζω στα Μυτιλινιώτικα που κάποιοι το συνδέουν με το σαφράν λόγω χρώματος καχεκτικού.

Φυσικά και το σαπρός = σάπιος, παίζει!

Στην Θεσσαλία = Σιάφαρο

Στα τουρκικά safra = η χολή»

#3
MXΣ

'Αρα αντί να το πάρω εγώ, το καυλί πάει δικαιωματικά στον Βράστα μας. Εύγε νέε μου!

#4
Vrastaman

Η καλή μου αναστροφή επιβάλλει να στο ανταποδώσω, όλο δικό σου!

#5
MXΣ

E, όχι φίλτατε, μισό-μισό τουλάχιστο. Μην δώσουμε και στον Khan ολίγον;

#6
Vrastaman

Αγαπάμε Khan, ας του δώσουμε το μακρύτερο.

#7
HODJAS

Ύπαγε οπίσω του.

#8
Vrastaman

Vade retro kastana.