Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβωτός είναι ο πονηρεμένος, ο μπασμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο κίναιδος.

Αντώνυμο: ατζινάβωτος

Μαγκα μου τι να σου πω ναουμε.
Μια και βλεπω μπενάβεις καλιαρντά θα στα πω στη γκου. Πρωτα απο ολα πρεπει να πεταξεις το ζαβλακοκουτι αυτο γιατι ανεβαζει πιεση και γινεται emo. Αντι λοιπον να σου πει τζους μορι γκουνιότα υψομετρου που θες 2 chars τζάσε απο δω, δεν εισαι τζιναβοτος, βγαζει μαυρη την οθόνη. (Αποκατέ).

"τζινάβεις, τζινάβω, μπενάβεις, μπενάβω, μπενάβουμε στα καλιαρντά" (από Khan, 19/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε