1. Ο βλάκας, κυρίως με την έννοια του ανεπίδεκτου μαθήσεως.

  2. Η κοτσάνα, η βλακώδης κουβέντα.

  1. Η Νατάσα, μεγάλο τούβλο. Οι γονείς της έχουν ξοδέψει μια περιουσία σε ιδιαίτερα και σε φροντιστήρια, αλλά δίνει τρίτη φορά εξετάσεις και δεν περνά...

  2. Και κει που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μου πετάει κάτι τούβλα, την χέσαμε τελείως την κουβέντα, πάει.

βλ. και μπετόβεργα, στόκος, γκασμάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

ρε!!! τι θάψιμο έφαγα εδώ η κακαμοίρα;