Χαρακτηρισμός που πηγάζει από την επαρχία και χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι κουτσομπόλης, σχολιάζει δηλαδή την συμπεριφορά των άλλων, συχνά με αρνητικό τρόπο. Σε πολλές περιοχές και Κουσέλας, καθώς και το ρήμα κουσελιάζω.

- Πωπω! Δεν θα πιστέψεις τι έμαθα για την Μαρία πριν λίγο!
- Τι;
- Θα σου πω μετά! Πρέπει να το πω στο Γιάννη και την Δέσποινα αμέσως!!!
- Πφφφφφ... Ποτέ δεν θα σταματήσεις να είσαι τόσο κουσελιάρης...

(από Saturnine, 26/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

ωραίο. τοπικός από πού;
καμιά ετυμό έχουμε;

#2
deinosavros

Ετυμό δεν έψαξα αλλά σίγουρα η κουσέλα = κουτσομπόλα παίζει Ρόδο.

#3
deinosavros

Σε αυτό το σάιτ με την ανδριώτικη ντοπιολαλιά βρίσκω τα κουσέλια, τα οποία έχουν σαφώς να κάνουν με τον προφορικό λόγο.

Λατινογενής προέλευση ίσως;;;

#4
Khan

Στο πολυαγαπημένο μου (όπως έχει φανεί) βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011) υπάρχει λήμμα κουσέλι (σ. 140) με διάφορες αναφορές σε τόπους και συγγραφείς όπου το βρίσκουμε. Για την ετυμολογία αντιγράφω τα εξής (ελπίζω να μην κάνω σπόιλερ, αφού δεν γράφω τα υπόλοιπα):

«Σε κανένα λεξικό δεν βρίσκω ετυμολογία, ωστόσο κατά την γνώμη μου είναι ολοφάνερη. Το κουσέλι είναι το βυζαντινό κονσίλιον (από τα λατινικά: consilium) που έχει μπει στη γλώσσα από την εποχή του Μαλάλα, και το οποίο στα μεσαιωνικά χρόνια δίνει και τον τύπο κουσέλιο. Από το κάνω κουσέλιο (συσκέπτομαι) δεν είναι δύσκολο, μέσω της ειρωνικής χρήσης, να φτάσουμε στο κουσέλι. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο από το μεσαιωνικό κομβέντος (συγκεντρώσεις με δημόσια συζήτηση) φτάσαμε στην κουβέντα».

#5
deinosavros

Γειά σου ρε Χάνκοντα, αυτό σκεφτόμανε όταν μίλαγα για λατινογενή προέλευση. Δε γκατεβάζει η γκλάβα μου κάτι κοντινότερο...

#6
dryhammer

Και στη Χίο πάντως το κουτσομπολιό λέγεται κουσέλι και η κουτσομπόλα κουσελού ή κουσελιάρα, ο κουτσομπόλης κουσελιάρης, το ρήμα κουσελεύω