Πολύ μεγάλη ευκαιρία. Λαυράκι. Ευκαιρία ή προσφορά από αυτές που σπάνια συναντάς μπροστά σου και καλά θα κάνεις να την αρπάξεις από τα μαλλιά πριν τη χάσεις και δεν την ξαναδείς. Τake it or leave it.

- Kαι; Είναι καλό το γκομενάκι που θες να μου γνωρίσεις;
- One-off, σου λέω

Σχετικά: μπρισίμι, μπίνγκο!, κελεπούρι, φιλέτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Μάλλον προέρχεται από τη φράση «one of a kind», δηλαδή «μοναδικό στο είδος του».

#2
σφυρίζων

Έχει κττμγ περισσότερο την έννοια του έκτακτου, του άπαξ, του λαχείου , του μια κι έξω (με την καλή ή την κακή έννοια).

#3
allivegp

Μα δεν λέω τπτ διαφορετικό στον ορισμό, Βρ σφυρίζοντά μου...

#4
σφυρίζων

Συμπάθα με εάν σλανγκαρχιφεύω, εννοώ είναι περισσότερο «once in a lifetime» παρά «one of a kind» - επίσης συχνά αναφέρεται και σε κάτι κακό (πιχι one-off μη επαναλαμβανόμενος φόρος).

#5
σφυρίζων

σλανγκαρχιδεύω

#6
allivegp

Va bene. Παίζει και το σχετικό άρθρο των ΝΥ Times: The Origins of ‘One-Off’