Το τεκνό που ξενυχτάει και νυχτοπερπατάει στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

Σηκώνοµαι να πάω στα τζουρά και όπως περνώ, το αγλαρότεκνο µου τα ρίχνει: «Μπενάβεις καλιαρντά χρυσή µου;» «Και τα τζινάβω και τα µπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;»
«Κρήτη ταραφουντάν κούκλα µου, και έχω µια σερμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωµένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη µου στενή κι η µέλα σου µεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». (Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία