Ρήμα κλειδί της ντούρας λιάρντας, συνώνυμο του αβέλω, το οποίο παίρνει το νόημά του βασικά από τα συμφραζόμενα και μπορεί να σημαίνει διάφορα όπως θέλω, επιθυμώ, γουστάρω, κάνω, έχω, δίνω κ.ά. Μάλλον πρόκειται για τροπή του αβέλω, το οποίο, όπως επεσήμανε το Πονηρόσκυλο εδώ, προέρχεται από τη ρομανί, από το avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω.
4 σχόλια
patsis
Παρατηρώ ότι στα γαλλικά vouloir σημαίνει θέλω.
Khan
Πράγματι, βλ. και το volo στα λατινικά που έχει εξελιχθεί ποικιλοτρόπως στις λατινογενείς γλώσσες. Από ινδοευρωπαϊκή ρίζα κάτι σαν **welh₁- ή **(e)welǝ-, (όπως διαβάζω στην Βίικυ), απ' την οποία βγαίνουν πάρα πολλές λέξεις με παρόμοια σημασία (θέλω, επιθυμώ) όχι μόνο στις λατινογενείς γλώσσες, αλλά και στις γερμανικές, και, αν δεν κάνω λάθος, και το δικό μας βούλομαι. Η ομοιότητα φαίνεται πολύ μεγάλη για να είναι τυχαία. Τώρα να είναι απευθείας από τα γαλλικά; Να έχει τσιμπήσει η ρομανί κάποιο ομόρριζο από κάποια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και να το πήραν οι καλιαρντοί από εκεί; Να είναι τυχαίο; Θα σας γελάσω...
deinosavros
Και στη Ρωσία υπήρχε η Λαϊκή Θέληση
σφυρίζων
Καλά volya, που λένε και στα Λινοχώρια.