Βλέπω στα καλιαρντά. Πρόκειται για εξελιγμένο τύπο του δικέλω με τον ίδιο τρόπο που το αβέλω έγινε βουέλω.

Τι κουέλω; Καυγαδάκι; θα πάτε για ντιβόρσα οι συνεργάτες; Θέλετε να σας γράψουν τα νοβοφέγια; Να μαθει ο μόντος τις πομπές σας; Βγήκε η κατίνα από μέσα σας; Θα πιαστείτε μαλλί με μαλλί; Θα γίνει της πουτάνας εδώ μέσα; Τι καταλαβαίνετε; Ηρεμείστε γιατί χωρατοράμπα γίνατε κι οι δυο σας την τύχη μου που μ' έριξε εδώ πέρα μέσα @#$%^&*()_+ (Μαρινάκι Ζέας προς συν-μπλογκίζοντες αποκατέ)

Κουέλο (=κούνελος στα πορτογαλέζικα) σε γκέι παρέιντ. (από Khan, 19/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε