1. Ο υπερθετικός του κατακαημένος.

  2. Ο ντυμένος με κουρέλια, ρούχα που έχουν ξεφτίσει και πιθανώς και ο Νώε να τα είχε φορέσει επίσης...

  1. -Τον παράτησε και έφυγε με τον καλύτερό του φίλο...
    -Ε, τον καρακαμένο τι έπαθε!

  2. -Πώς γυρνάει ρε μ' αυτά τα κουρέλια, σαν καρακαμένος!

Βλ. και καμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία