Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.

  1. -Πω πω, μούφα το ντυσιματάκι της κοπελιάς ε;
    -Ναι. Μάλλον το πήγαινε για τρέντυ, αλλά δεν τα κατάφερε.

  2. -Πω πω, μούφα η ταινία.
    -Κρίμα τα λεφτά μας ρε...

  3. -Είναι πολύ μούφα η γκόμενα.
    -Ναι το παίζει και πολύ κάποια.

(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Μούφα ενεργειακό βραχιόλι (από Vrastaman, 05/11/12)

Βλ. και μάπα, σότο, αντ. τίγκα, τέφα, μπέργκετ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
beth

παντως στην κυριολεξια-επειδη μια περιοδο εψαχνα απεγνωσμενα την καταγωγη της λεξης-μουφα ειναι ενα ματζαφλαρι που το βαζουν σε σωληνες σαν ταπα η κατι τετοιο...ρωτηστε κανα μαστορα η κανα υδραυλικο για να μαστε σιγουροι

#2
GATZMAN

Ναι beth το έχω δεί κι εγώ από τεχνικό τηλεφώνων που έδενε καλώδια με μονωτική για να τα συμμαζέψει.

#3
mescalito

Σχετικά με την κυριολεκτική σημασία, είναι αυτό που λένε θηλυκό-με-θηλυκό (ίσως για αυτό να καθιερώθηκε και η μεταφορική σημασία...), δηλαδή ένα παπαράκι που έχει υποδοχή και από τις δύο μεριές και κατά κανόνα χρησιμεύει για να κάνεις ενώσεις δύο άλλα κομμάτια. Τη λέξη τη χρησιμοποιούν είτε είναι για σωλήνες είτε για καλώδια.

#4
Κωνσταντίνος Ωμέγας

μουφα λένε και αυτό που είναι σαν μαλλί και το χρησιμοποιείς στις ενώσεις των σωλήνων για να μήν υπάρχουν διαρροές.
εγω αυτό ήξερα μούφα και ακόμα και τώρα έτσι το λέμε.

#5
Galadriel

#6
PUNKELISD

Από την εμπειρία μου στο χώρο ξέρω ότι η μούφα είναι υδραυλικό συνήθως εξάρτημα, κυλινδρικού σχήματος με σπείρωμα και από τις δύο άκρες και χρησιμεύει στην ένωση σωλήνων ή άλλων υδραυλικών εξαρτημάτων.

Όταν το σπείρωμα είναι στην εξωτερική μεριά του κυλίνδρου ονομάζεται αρσενικό σπείρωμα ενώ αν είναι στην εσωτερική ονομάζεται θηλυκό, έτσι σε μια μούφα έχουμε τους συνδυασμούς αρσενικό - θηλυκό, θηλυκό - θηλυκό και αρσενικό - αρσενικό.

Τώρα για την στεγανοποίηση στις ενώσεις των σωλήνων, αυτό το «σαν μαλλί» πολύ πιθανών να το λένε και μούφα, άλλα είναι επίσης γνωστό και σαν «καννάβι» και αυτό γιατί (χωρίς να τον κόβω) παλιότερα, αλλά μπορεί ακόμα και σήμερα (που ούτε γι΄αυτό είμαι σίγουρος), παρασκευαζόταν από την ινδική κάνναβη.

Σε γενίκευση πάντως μούφα ονομάζεται οτιδήποτε ενώνει δύο κομμάτια, από ένα καλώδιο μέχρι μια γέφυρα (;) και από τη «μούφα» βγαίνει και το ρήμα «μουφάρω» που σημαίνει φυσικά «ενώνω».

Αυτά.

#7
GATZMAN

Και μέσω του αναγραμματισμού, μουφάρω=φουμάρω.Kαι τα δυο αναφέρονται στο κατασκευασμένο, στο φτιαχτό, σε αυτό που δεν είναι compatible με τα σετ α λα μαμά σπέκς. Τυχαίο;

#8
Khan

Ναι, τυχαίο είναι

#9
patsis

Χεχεχε Khan...

#10
GATZMAN

χεχεχε patsis

#11
Khan

Δες εδώ για ένα μουφιστόρημα για την ετυμολογία της μούφας.

Φαίνεται ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον ανοικτό ζήτημα. Επαναλαμβάνω αυτό που ειπώθηκε και στο μούφα τρούφα ότι πρέπει να δούμε μήπως προέρχεται από την ιταλική λέξη muffa για την μούχλα. (Επίσης, στο λίνκι της Λεξιλογίας διατυπώνεται και η υπόθεση μήπως προέρχεται από αναγραμματισμό του φουμάρω γκατσμανείω τω τρόπω).

#12
dryhammer

Αυτό το «σαν μαλλί» λέγεται «καννάβι» και είναι από ίνες κλωστικής κάνναβης αυτής που κάνουν και ρούχα κλπ (Cannabis Sativa - Hemp). Χρησιμοποιείται ακόμα για τη στεγανοποίηση ενώσεων σε σωλήνες (τώρα μαζί με ταινία τεφλόν). Η ινδική κάνναβη (Cannabis indiga), αυτή πού λέει, δεν πωλείται σε καταστήματα υραυλικών ειδών - εκτός άν είναι άκρη ο καταστηματάρχης.