1. Επικρατεί μια πολυφωνία απόψεων για τις ρίζες της λέξης. Ίσως κατά μια εκδοχή είναι σύνθετη λέξη από τις αγγλικές fuck(γαμάω) & lane(σοκάκι). Μας την άφησαν παρακαταθήκη μετά την κατοχή τα Αγγλικά στρατεύματα. Η καλντεριμιτζού. Κατά μία άλλη άποψη η λέξη φακλάνα υπήρχε στην Ελληνική γλώσσα μιας και η λέξη αναφέρεται και πριν το 1900 και χαρακτηριστικά σε ποίημα του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή, το «Τραμπουκολόγιον»:

« [...]μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια![...] »

Λέγεται δε ότι η λέξη είναι τόσο παλιά που μάλιστα προϋπήρχε στην Ελληνική γλώσσα από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

  1. Η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις μέρες μας (η οποία διαφέρει κατά πολύ). Κατέληξε να σημαίνει την χοντροκώλα, την έχουσα πληθωρικό κώλον γυναίκα και έντονες καμπύλες. Το νταρντανοchubby ή/και BBW. Ενίοτε και το μπάζο.

  2. Με την κατάληξη -ς,(Φακλάνας, ο), αρσενικό. Για άντρες χοντρούς και ίσως και θηλυπρεπείς (χοντροί λούγκρες, τσάτσοι σε μπουρδέλα βαρέων βαρών κ.α.).

1 & 2. - Ωραίο πρόσωπο το Λιζάκι έτσι; - Ωραίο πολύ αλλά και το Λιζάκι πολύ φακλάνα ρε παιδί μου.

  1. - Τί μας είπε ρε; Να φύγουμε και να ξαναγυρίσουμε σε κανά μισάωρο ο τσάτσος γιατί η ταναπού δεν είναι έτοιμη; - Ρε γάμησέ τον τον φακλάνα. Πάμε απέναντι.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Πολυφωνία, αλλά με το ξυράφι του Όκαμ (και του Σαραντάκου), εφ' όσον υπάρχει στον Σουρή (ωραία παραπομπή!) και στον βυζαντινό Σπανό αποκλείεται να ετυμολογείται από τα αγγλικά.

#2
Mpiliardakias

Kι εγώ αυτό πιστεύω. Ωστόσο ούτε ο Σπανός ούτε και ο Σουρής δεν δίνουν την ετυμολογία της λέξης. Έχω ψάξει και σε τούρκικα λεξικά κτλ. οι ρίζες της λέξης χάνονται στα βάθη των αιώνων.

#3
Khan

Για την βυζαντινή χρήση του φακλάνα δείτε εδώ στην σελίδα 155.

#4
Khan

Οι ρίζες της λέξης είναι τόσο παλιές, που η φακλάνα τότε ήταν ακόμη αδύνατη (σε καλό μας)

#5
Mpiliardakias

Ο Έλλην Μαρκήσιος Ντε Σαντ... Είχα πολύ καιρό να τον διαβάσω χαχαχα

#6
dryhammer

Δεν το έχω ακούσει ποτε σε αρσενικό, αλλά γιατί όχι

#7
parofilol

Άλλη έννοια που έδινε μια χωριάτισσα γριά για τη νύφη της ήταν σύνθετη. Χωρίς να ξέρει τον Αγγλικο ορισμό (fuck&lane) την κατηγορούσε ότι όλη μέρα έτρωγε και έκλανε (φα-κλάνα!) αλλά χρησιμοποιούσε και τον όρο όταν την κατηγορούσε οτι απατούσε το γιο της με τους μισούς γαμιάδες του χωριού!!!

#8
Khan

Συνεχίζοντας την προσπάθεια να ανιχνευθούν τα πρώτα ίχνη της φακλάνας στη βυζαντινή/ μεταβυζαντινή γραμματεία, καταθέτω το παρακάτω σατιρικό Απολυτίκιο- παρωδία από την Ακολουθία του Τραγογένη Σπανού (στο λινκ που παρέθεσα βλέπουμε την ενδιαφέρουσα ερμηνεία: "Η ακολουθία του ανοσίου τραγογένη σπανού είναι μια ανώνυμη βωμολοχική, κυρίως σκατολογική, παρωδία ακολουθίας εις μνήμην αγίου, που περιλαμβάνει εσπερινό και όρθρο, με κάθισμα, τροπάρια, κ.ά., καθώς και τον Επιτάφιο Θρήνο του Σωτήρος, που ψάλλεται στον Όρθρο του Μεγ. Σαββάτου. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές χρονολογημένες το α' μισό του 16ου αι. Στη διατριβή εξετάζεται ο χαρακτήρας και η χρονολόγηση του αρχικού κειμένου. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι πρόκειται για τελετουργική συλλογική λοιδωρία που συνδέεται με το παλιό έθιμο του "καψίματος του Ιούδα-"Οβριού"" το βράδυ της Μεγ. Παρασκευής στα νότια παράλια της Ανατ. Θράκης. Προτείνει επίσης ότι το αρχικό κείμενο συντέθηκε στην περιοχή αυτή μετά το 1492 με αφορμή τον ερχομό των Σπανών=Ισπανών (Sephardim) Εβραίων στην Κωνσταντινούπολη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την εκδίωξη τους από την Ισπανία."). Το Απολυτίκιο, λοιπόν, έχει ως εξής:

Ω σπανέ πονηρέ και καρδία σατανά και λύκου γνώμη, τας τρεις σου τρίχας, ταπεινέ, τάς έχεις στο πουγούνι σου από κακήν ροπήν του κώλου σου, σπανέ πονηρέ, αναχεσομούσουδε και φακλανάτε.

Βλ. εδώ, σ. 90

Θα επανέλθω, καθώς έχω βρει στο Διαδίκτυο κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για πιθανή ετυμολόγηση της φακλάνας, και τα ψάχνω λίγο παραπάνω.

#9
Khan

Σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη βρίσκω δύο πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες:

"Η λ. φακλάνα ‘πόρνη, άσχημη και παχύσαρκη γυναίκα, γυναίκα με χυδαία εμφάνιση και συμπεριφορά’, την οποία κυθήριοι πληροφορητές επιβεβαίωσαν ότι γνωρίζουν και χρησιμοποιούν, είναι αγνώστου ετύμου σύμφωνα με το ΛΚΝ (20077 ) και ΛΝΕΓ (20083 ) 18 . Η λέξη, εντούτοις δεν είναι αμάρτυρη. Απαντά στην παραλλαγή D της έντυπης βενετικής έκδοσης (ανατύπωση 1553) του Σπανού, του γνωστού ανώνυμου βωμολοχικού έργου του 14ου -15ου αι.: «Ἡμεῖς, ὅ τε παπὰ–Φιλίσκος ἀπὸ τοὺς Φιλίππους ἔτι δὲ καὶ <ἡ> κυρὰ Κουμμερτικίνα ἡ Κατσικοπορδοὺ ἀπὸ τὴν Ἀσφάμιαν, παπαδία του, παραδίδομεν εἰς τὸν γαμβρὸν ἡμῶν κὺρ Λέοντα τὸν Κατσαρέλην ἀπὸ τὴν Πέργαμον τὴν γνήσιαν ἡμῶν καὶ φιλτάτην θυγατέρα ὀνόματι Φακλάνα» Σπαν. (Eideneier)1681. Στο κείμενο του Σπανού απαντούν και ομόρριζοι σχηματισμοί, σύνθετοι και παράγωγοι, όπως φακλανάτος, φακλανίζω, φακλανοπορδοτσουφάτος κ.ά. Όλες οι παραπάνω τύποι αποτελούν κατασκευασμένο υβριστικό λεξιλόγιο που αφορά σωματικές ανθρώπινες ανάγκες. Η Φακλάνα ήταν το λογοτεχνικό όνομα μιας βδελυρής στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά γυναίκας που πιθανόν προέκυψε από τη σύμφυρση των ρηματικών θεμάτων φά(ω) + κλάν(ω) + με κλιτικό επίθημα -α."

Αλλού στην ίδια μελέτη:

"η κυθηραϊκή λέξη φαγκλί ‘φανάρι με το οποίο οι κυνηγοί τη νύχτα κυνηγούν ορτύκια’ καταγράφεται στον Κόμη (1995). Η λέξη μάλιστα απαντά και σε αρκετά μεγάλο αριθμό παραγώγων και συνθέτων, όπως φαγκλάτορας ‘κυνηγός με φαγκλί’, φαγκλιάζω ‘θαμπώνω τα ορτύκια με το φως του φαγκλιού’, φαγκλοφάναρο, φαγκλώνω ‘ετοιμάζω το φαγκλί’. Σύμφωνα με το αρχείο του ΚΕΝΔΙ, η λέξη έχει ευρύτατη γεωγραφική κατανομή, από την Ανατολική Θράκη μέχρι την Κρήτη, κυρίως υπό τον τύπο φάκλα και φακλί και με τις σημασίες ‘φλόγα, λάμψη, δάδα, μεγάλη ζέστη, πυροφάνι’. Ο Πιτυκάκης (1971) την ετυμολογεί πιθανόν από το φάω ‘λάμπω’ + -κλα, επίθημα που όμως δεν μαρτυρείται στο ιδίωμα, ενώ το μαρτυρούμενο επίθημα -άκλα έχει μεγεθυντική σημασία. Ενδιαφέρον πάντως έχει ότι η λέξη εντοπίζεται και σε βαλκανικές γλώσσες, βλ. τη ρουμανική λέξη faclie και τη βουλγαρική faklija με σημασία ‘πυρσός, λαμπάδα’. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό facula ‘μικρή δάδα’, υποκοριστικό του ουσιαστικού fax ‘δάδα’, ετυμολογία στην οποία φτάσαμε με τη βοήθεια παλαιότερων λεξικογραφικών εργασιών: ο Γαζής (1835-1837) στο λήμμα σχίζα δίνει ως ερμήνευμα «λέγεται ἔτι καὶ τὸ λεπτῶς ἐσχισμένον ξύλον, τὸ ὁποῖον μεταχειρίζονται ἀντὶ κηροῦ ἢ λύχνου οἱ χωρικοί, φάκλα, λαμπάς». Η λέξη απαντά επίσης και σε ακόμη παλαιότερες λεξικογραφικές εργασίες, όπως στον DuCange στο λήμμα φάκλη (facula). Πέρα όμως από τα ίδια τα λεξικά, και η αρθρογραφία επιβεβαιώνει την ετυμολογία της: ο Κουκουλές (1952: 373) συνδέει ετυμολογικώς τη φάκλα (faculafacla) με το φαγκλί που δηλώνει «τὴν ἐσχάραν, ἐφ’ ἧς κατὰ τὸ κυνήγιον τῶν ὀρτυκίων ἀνάπτουσι πρὸς φωτισμὸν ξύλα».

#10
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Fax = δάδα. Κοίτα ρε εξέλιξη οι φρυκτωρίες :-)