Κόψε λάσπη. Κοινώς, «δίνε του».

α. (www.greekdivers.com) -Μεγάλε, άσ'τα αυτά, βγάλε το σκασμό και κόψε λάσπη μη πέσω και κάνω τον ψόφιο και σας σφάξουν όλους στο τάκα τάκα!!!

β. (archive.enet.gr) ...βάλε μέσα στην Tζάγκουαρ τη γυναίκα σου , τα παιδιά σου και την πεθερά σου και κόψε λάσπη , γιατί την Tρίτη θα γίνει μεγάλος σεισμός.

(από Cunning Linguist, 05/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
asto99@gmail.com

Κόβω λάσπη Μια από τις πολλές σημασίες του «κόπτω» είναι σφυρηλατώ, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο, σε Όμηρ.· κόβω νόμισμα, κόβω μέταλλο στην πρέσα, σε Ηρόδ.265 πβλ. Νομισματοκοπείο, Λίρες ιταλικής κοπής, Νεόκοπος , «λοῆς, κοπῆς πράγματα» 9398.194
Είναι δε ο νεόκοπος μειωτικά, κάποιος που είναι νέος σε ένα επάγγελμα ή που πρόσφατα υιοθέτησε μια ιδεολογία για ιδιοτελείς σκοπούς: πχ νεόκοπος δημοκράτης. Λέξη [λόγια από το αρχ. νεόκοπος `πρόσφατα κομμένος.(Τριανταφυλλίδης)
Κόβω λάσπη σημαίνει αφήνω το αποτύπωμα μου πάνω στη λάσπη, όπως στο νομισματοκοπείο κόβουν το μέταλλο βάζοντας ένα αποτύπωμα, σημαίνει «πάτησε στη λάσπη», φεύγε γρήγορα χωρίς να προσέχεις και να καθυστερείς, αδιαφόρησε αν είναι λάσπες εκεί που πατάς.. αναλογα κοβω ροδα ρόδα