Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.
Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
0 σχόλια