Καλιαρντής προέλευσης, εκ του φλόκια, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω. Πρβλ. και το κάπως πιο επιτατικό ξεφλοκάρω.

1. Κοίτα, πολλά τουλά δεν έχω αλλά λέω να αράξουμε για λίγο σε καμιά βραχονησίδα και να πισέλω λίγο σε κάνα βράχο να μαυρίσω γιατί απ'την ασπρίλα είμαι σαν πούλη από λεύκανση, εσύ παίξε με τη σκύλα, ρούνες δεν έχουμε γύρω-γύρω οπότε δεν φοβόμαστε κανένα και το ξημέρωμα σαλπάρουμε για Γαύδο που έχει καλά χαλέματα αφού φλοκάρω μοναχός μου για λίγο, τι λες;

2. αβέλω να δικέλω το λατσό σου μουτζό να σου κάνω πομπίνο-φραπέ και να βάλω την σερμέλα μου στο μουτζό σου και να φλοκάρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία