Ή και κοτζαμάν για περισσότερη έμφαση.
Χρησιμοποιείται αντί της λέξης ολόκληρος.

1) Κοτζάμ γάιδαρος, και φοβάται μια ακρίδα!

2) Άντε τράβα ρε και μίλα της... τι ντρέπεσαι... κοτζάμ μαλάκας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
donmhtsos

Η ετυμολογία της λέξης είναι από το Τουρκικό kocaman (πρφ. κοτζαμάν) : πελώριος. Η λέξη kocam (πρφ. κοτζάμ) σημαίνει "ο άντρας μου" και χρησιμοποιείται μάλλον εσφαλμένα. Πιό κοντά εννοιολογικά είναι η λέξη koca πρφ. κοτζά, που εκτός από σύζυγος, σημαίνει μεγάλος.

#2
soulto

Δον, τί ακούω, μιλάνε οι τουρκάλες αγγλικά; Κoca man θα πει ο πελώριος άντρας (μου);

#3
donmhtsos

#4
deinosavros

Και ο υπερτεραστιοτιτανοκαιγαμωτεράστιος koskocaman. Η Λωξάντρα της Μ. Ιορδανίδου καμάρωνε τον "κοσκοτζαμάμ κούρκο", τη στολισμένη γαλοπούλα που της έστελνε ο χασάπης της την πρωτοχρονιά "για την κοκόνα".