Πραγματοποιώ αναζήτηση στο site του google.

Μισό λεπτό να γκουγκλάρω αυτό το συγκρότημα για να βρω το επίσημο site του.

(από Galadriel, 12/10/11)

Δες και ψαχτήρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

ego pantos google-IZO den google-aro :)

#2
Επισκέπτης

Γκουγκλιζω δεν είναι το πιο σωστό;

#3
Hank

Έχουν δημιουργηθεί μια σειρά από φράσεις, όταν κάποιος δεν ξέρει κάτι, που πάνε ως εξής: «γκούγκλαρέ το στραβάδι/ νέωπα/ Νεοκλή» κ.ο.κ. Επίσης: «Δεν ήξερες. Δεν γκούγκλαρες;» Κατά το κλασικό: «Δεν ήξερες. Δεν ρώταγες;», για να δηλώσουμε ότι στην εποχή του Ιντερνετιού δεν υπάρχουν πλέον δικαιολογίες.

#4
vikar

Μία σχετική καταχώριση στο ιστολόι του Νίκου Σαραντάκου: Εσείς γκουγκλάρετε, γκουγκλίζετε ή γκουγκλεύετε;

#5
spapakons

Όταν δανειζόμαστε μια ξένη λέξη στα Ελληνικά, το ρήμα σχεδόν πάντα γίνεται με την κατάληξη -άρω, π.χ. τεστάρω (test), σετάρω (set), γουστάρω (gusto), τσεκάρω (check) κλπ. Οπότε ο όρος «γκουγκλάρω» θεωρώ ότι είναι σωστότερος του «γκουγκλίζω» ή «γκουγκλεύω» που προτάθηκε από άλλους. Το λέμε συχνά με τους φίλους μας όταν θέλουμε να βρούμε πληροφορίες για κάτι «γκούγκλαρέ το».

#6
salina

σωστή μεν η λογική, αλλά δεν με ψήνει... δηλαδή και τα πατσίζω, μερεμετίζω, μπεγλερίζω στην ίδια λογική πέφτουν, νο;

#7
vikar

Εγκούκλαρα στον έρωτα
Να δω τι θα μου βγάλει
Κι έπεσα πάνω σε λινκιές
Που είχαν μαύρο χάλι

Άλλες τσοντιάρικες χοντρά
Άλλες με γκέι τύπους
Κι άλλες με συνοικέσια
Μες του γουέμπ τους κήπους

Δε βρήκα όμως τίποτα
Για σένανε μωρό μου
Ούτε ότι ο έρωτας
Θάναι το βάσανό μου

Όταν γκουγκλάρεις φίλε μου
Σε λέξεις όλο πάθος
Θα πέσεις πάνω σε λινκιές
Που όλες είναι λάθος

απ' το Ρεμπέτικο Λεξικό της Πληροφορικής (νά 'ναι καλά η ιρονίκ)