Καλιαρντή λέξη σύνθετη εκ των τζάζω (=διώχνω), μπερντέ (=λεφτά) και πουρό, οπότε σημαίνει τον εθνικό ευεργέτη, ως έναν ηλικιωμένο κύριο που πετάει τα λεφτά του.
Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Ένας πούστης να μιλήσει!).
1 σχόλιο
Khan
Το πρώτο μήδι ήταν φροϋδικό σλιπάκι.