Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυροσβέστης από το χορχόρα που σημαίνει φωτιά και το τεκνό. Και δεδομένου ότι στη λέξη δεν υπάρχει πουθενά το σβήνω, αλλά μόνο το φωτιά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το χορχορότεκνο αν και θα έπρεπε να σβήνει τις φωτιές, μάλλον τις ανάβει. Ανάβεις φωτιές ανάβεις κι όλα τα καις, εγκλήματα κάνεις, αμαρτίες πολλές

Σε αφήνω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα χορχορότεκνο που είναι και πολύ γκούρμπαντος! (Με τον τρόπο της Μαρίνας Ζέας).

Χορχορότεκνο- γκούρμπαντος

Βλ. και τεκνοχορχόρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία