Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Πολύ καλό!

Το λάμεται είν' αυτό που λέμε στην πόλη και σέρνει για τις γάτες (και κατεπέκταση για σκύλους, αθρώπους και λοιπά).

#2
donmhtsos

Νά'σαι καλά. Τώρα θυμήθηκα και την έμφραση "γκαστρωμένη και λάμεται" για να δείξουν τον υπέρμετρο οίστρο.

#3
deinosavros

Ωραίος ο Δον. Από μνήμης και γι αυτό με πάσα επιφύλαξη, μεταφέρω ένα παιδικό (?) ποηματάκι που αναφέρει ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του, την εποχή της παιδικής του ηλικίας στη Σύρα. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τι διάολο σήμαινε, και δυστυχώς δεν έχω πρόχειρο το βιβλίο για να δούμε τα συμφραζόμενα.

Για μιά Μαρία η σταξού είναι καλό λατάρι / Σηκώνεται κάθε πρωί σκουπίζει μ' ένα φτυάρι.

Οστις ηξεύρει τι βούλεται ειπείν ο ποιητής...

#4
Galadriel

Εξαιρετικός. Να προτείνω να ανεβάζεις ως λήμματα τις λέξεις που αναγκάζεσαι να εξηγήσεις με αστερίσκους; Ετικέτα τοπικός ιδιωματισμός και περιοχή...

#5
donmhtsos

Το σκέφτηκα, αλλά νομίζω πως τα λήμματα αυτά θα ήτανε "λειψά". Γι'αυτό προασπαθω να βρώ λέξεις με μεγαλύτερο εύρος (εννοιολογικό, μορφολογικό, γραμματικό κλπ.). Πάντως ευχαριστώ για την ενθάρρυνση και προσβλέπω σε κάποια σύναξη, γιά ανταλλαγή και εμπλουτισμό απόψεων.

#6
donmhtsos

Βάζω παραπομπὴ ἀπὸ τὶς Ἐκκλησιάζουσες τοῦ Ἀριστοφάνη γιὰ χρήση τοῦ ἐλαύνω (ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται τὸ λάνω) μὲ τὴν ἴδια σημασία.

ὁ γὰρ ἀνήρ, ὦ φιλτάτη, Σαλαμίνιος γάρ ἐστιν ᾧ ξύνειμ' ἐγώ, τὴν νύχθ' ὅλην ἤλαυνέ μ' ἐν τοῖς στρώμασιν

Αριστοφ. 'Εκκλησιάζουσαι 39

Τὴν ἀνέβασε ὁ χρήστης ΚΑΒ στὸν ἱστότοπο τοῦ Νίκου Σαραντάκου σχολιάζοντας τὸ διήγημά μου Γιὰ τὸ Μανώλη μας δὲν ξέρω.