Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, εκ των δικέλω (=βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία) και σβούρα, δηλαδή είναι αυτός που έχει πάθει ίλιγγο ή ζάλη και τα βλέπει όλα σβουρισμένα ένα πράμα.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Ένας πούστης να μιλήσει

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xalikoutis

Το γεγονός ότι οι καλιαρντίζοντες "καταδέχονται" να μιλάνε με τόσο πολυσύλλαβες λέξεις, νομίζω έχει από μόνο του ένα νόημα, πως να το θέσω, σούξου μούξου εκθήλυνσης και γυναικουλίστικης ψιλοκουβέντας, αν το σκεφτεί κανείς π.χ. σε αντίθεση με τα μαγκιορικά κομμέ που ακούγονται λακώ και αντρικά. Έχει σχολιαστεί αυτό;

#2
σφυρίζων

Μια καμένη βάτα δρόμος το να ειπωθεί σε πλήρη ανάπτυξη με το σωστό intonation η λέξη δικελοσβουριασμένος,