- Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
- (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό
Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου
Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
5 σχόλια
Khan
Τα 'σπασε!
Khan
Σύγκρινε με: ξεκωλτέ.
σφυρίζων
Μπράβο Ζακκ!
soulto
Καλέ υπάρχει και το ξέκωλο!
dryhammer
αρα: ντεκωλέ+ ξεκωλτέ= μπραζίλ μεταμφιεσμένο σε σορτσακι
ινσέψιο: παντα μ' άρεσαν οι γιαπωνέζες racing για το πως ήταν αναγκασμένο να κάθεται το καγκουροξέκωλο ως επιβάτης (12+ ποντο απαραίτητο)