Τα σύκα στη ντοπιολαλιά, και στην (πάλαι ποτέ) αγροτική οικονομία της Κύθνου

Το πόσο σημαντικό είναι κάτι για τη ζωή των ανθρώπων μιας περιοχής φαίνεται από το πόσες διαφορετικές λέξεις υπάρχουν για να το περιγράψουν. (Έχω ακούσει ότι υπάρχουν δεκάδες λέξεις για τον πάγο στη γλώσσα των Ινουίτ ή Εσκιμώων, όπως τους έλεγαν παλιότερα. Μου φαίνεται λογικό χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω.)

Η συκιά (ficus carica) καλλιεργείται στην Ελλάδα από τα προϊστορικά χρόνια. Συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό Πολιόχνη, στο νησί της Λήμνου, έχουν βρεθεί απανθρακωμένα σύκα. Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. (Από εδώ.)

Στην Κύθνο τα σύκα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής ανθρώπων και ζώων καθώς και ένα από τα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού (μαζί με το κριθάρι, τα αμνοερίφια, το τυρί, τα σταφύλια και το μέλι) μέχρι και τη δεκαετία του '60.

Τα σύκα τα κατανάλωναν (ή τα εξήγαν) νωπά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ή αποξηραμένα τον υπόλοιπο χρόνο.

Η συκιά είναι δέντρο που ευδοκιμεί στο ξηρό και άνυδρο κλίμα της Κύθνου και δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα για την ανάπτυξη του δέντρου (πολλές είναι και αυτοφυείς). Ιδιαίτερη φροντίδα απαιτείται για να καρπίσει το δέντρο, επειδή η θηλυκή συκιά είναι δέντρο δίοικο, διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.

Ορνός

Για τη γονιμοποίηση της συκιάς πρέπει να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία της συκιάς οι ορνοί, τα εαρινά σύκα της αρσενικής συκιάς. Από τα σύκα αυτά φεύγουν κάποια ειδικά έντομα (Blastophaga grossorum) τα οποία γονιμοποιούν τα άνθη της συκιάς.

Τον ορνό τον βάζουμε πρωί-πρωί γιατί άμα ζεστάνει η μέρα "ξεπουλιάζει", δηλαδή φεύγουνε τα έντομα πού'ναι μέσα και κάνουνε τη γονιμοποίηση του σύκου. (Από αφήγηση του θείου μου του Λευτέρη που μού'δωσε τις σχετικές πληροφορίες). Η τοποθέτηση των ορνών ή όρνιασμα στην ντοπιολαλιά γινόταν στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη και συνήθως είχαν τελειώσει με τ' όρνιασμα (είχαν απορνιαστεί ή 'πορνιαστεί κατά τη ντοπιολαλιά) μέχρι τη γιορτή του Άϊ-Γιάννη στις 24 του μήνα. Γι' αυτό αυτή η γιορτή, που αλλού τη λένε του Κλήδονα, στη Κύθνο τη λένε τ' Αί-Γιάννη του 'Πορνιαστή.

Λίθι

Τα σύκα μόλις πρωτοδέσουνε είναι ίσαμε ένα αμύγδαλο. Αυτά τα λένε λίθια.

Πρηστό

Μόλις μεγαλώσει και γυαλίσει το σύκο, χωρίς όμως νά'ναι έτοιμο να το φάμε, το λέμε πρηστό.

Φουσκομαΐδα

Τα σύκα τα κόβουμε μόλις γίνουνε. Αν τ'αφήσουμε λίγο παραπάνω ανοίγουνε στο πίσω μέρος. Αυτά τα λένε φουσκομαΐδες.

Η λέξη φουσκομαΐδα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για το αιδοίο.

Κουνάλι

Όταν παραγίνουν τα σύκα και αρχίζουν να πέφτουν από τις συκιές λέγονται κουνάλια.

Τα κουνάλια ήταν μια από τις βασικές ζωοτροφές ιδιαίτερα για τους χοίρους.

Τελειώνοντας παραθέτω δυό σχετικά γνωμικά που λέγονται ακόμα από τους παλιούς με σκωπτική διάθεση:

Την ευκή μου και μιά ζίκα και μια συκιά να τρως τα σύκα!

*ζίκα: η κατσίκα

Από μικρός φαινούσουνα πως αγαπάς τα σύκα

θα σου φυτέψω μια συκιά στου κώλου σου τη τρύπα.

.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
soulto

Δον, αρμαθιές στέλνω τα αγαπόνια.

#2
donmhtsos

Ευχαριστώ κι ανταποδίδω.

#3
dryhammer

Μια τσαπέλα μπράβο!

(τσαπέλα=αρμαθιά σύκων-κυρίως)

Στη Χίο τα αρσενικά σύκα λέγονται (ε)ρινοί (ίδια ρίζα με τους ορνούς) και όσα δεν χρησιμοποιούνται στη γονιμοποίηση γίνονται γλυκό (το γνωστό συκαλάκι).

Τα αποξηραμένα ανοίγονται φυλλάδα, τους βάζουν μέσα ένα αμύγδαλο κι ένα φύλλο δάφνη, σουσάμι, τα κολλάνε μεταξύ τους τα φουρνίζουν και γίνται οι παστελαριές (μεζές για σούμα μαζί με σπιτικό στραγάλι-αρπαγμένο λιγάκι- και σταφίδα).

Η ποικιλία των μικρούλικων σύκων αφήνεται να ωριμάσει καλά και γίνεται μετά από ζύμωση και απόσταξη σούμα (η Χιώτικη ρακή)

#4
σφυρίζων

+5

#5
Khan

Εξαιρετικό!

Κι ένα σημείωμα του Ν. Σαραντάκου σχετικά.

#6
donmhtsos

Σας ευχαριστώ όλους για τα σχόλια και τις συνεισφορές!

#7
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Μικρασιατικό συνώνυμο των ορνών (< αρχ. ελλην. ερινεός = αγριοσυκιά): ιλέκια < τουρκ. ilek = αρσενικό σύκο.

Το Μάη που γεννιώνται τα σύκα πρέπει να μη χάσεις τον καιρό να τους ρίξεις τα ιλέκια. Τα ιλέκια γίνονται σε συκιές αρσενικές, ας τις πούμε. Γεννιώνται τον Φλεβάρη, που είναι ακόμη το δέντρο γυμνό από φύλλα, και ωριμάζουν τον Μάη, που γεννιώνται τα σύκα. Όταν τα ιλέκια ωριμάσουν, μέσα από τα κουκούτσια τους βγαίνουν κάτι ψιλές μύγες. Άλλες κίτρινες, άλλες μαύρες, βγαίνουν από τον πάτο του ώριμου ιλεκιού που έχει ανοίξει, πετούν, πηγαίνουν, βρίσκουν τα πραγματικά σύκα που έχουν μεγαλώσει ως ένα φουντούκι, κάθονται στον πισινό, του βάζουν την σαν ψιλή βελονίτσα προβοσκίδα τους και κολλάνε. Εκεί πεθαίνουν, για ν' αφήσουν το υγρό που έχει το σωματάκι τους και το οποίο είναι ένα εμβόλιο, για να κάνει το συκαλάκι τα δικά του κουκούτσια και σιγά σιγά να ωριμάσει. Σε κάθε συκαλάκι απαραιτήτως πρέπει να καθίσει μια μύγα από το ιλέκι. Άλλως σε δεκαπέντε μέρες από την γέννησή του θα μαραθεί και θα πέσει, αν δεν προφθάσεις να τους ρίξεις έγκαιρα, αλλά και ώριμα ιλέκια.

Εγώ, ο Μανώλης Αξιώτης...Η περιπετειώδης ζωή του ήρωα των "Ματωμένων Χωμάτων".

Εκδ. Μπαλτά, 2016.

#8
donmhtsos

@ ΣτοΔγιαλοΧτηνος: Νά'σαι καλὰ γιὰ τὴ συνεισφορά.

#9
donmhtsos

Ἀπ' ὅ,τι φαίνεται, ἡ φουσκομαΐδα πάει πολὺ πίσω στὸ χρόνο.

Ὁ ἐξαίρετος φιλόλογος Χρῖστος Δάλκος γράφει, μεταξὺ ἄλλων, σὲ ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ τεῦχος 31 τοῦ περιοδικοῦ "Ἀντιφωνητής":

"Τό «προελληνικό» θεωρούμενο σῦκον, λατ. ficus, παραβαλλόμενο πρός τά ν.ἑ. φοῦσκο, φούσκα, φοῦσκος, σφοῦγγος, σφόγγος, φουσκωτός (= τό ἄγουρο σῦκο), φαίνεται νά προέκυψε μέ ἀντιμετάθεση ἐκ τοῦ φῦσκον [...] καί σίγηση τοῦ φ [πρβλ. τήν παροιμιώδη φράση πῆγε φοῦσκος καί γύρισε λύντζος Πελοπν. (Κροκ.) σφοῦgος διάη, λύντζι γύρισε Πελοπν. (Μάν.) κ.λπ.][.....] Πρόσφατα, ὁ φίλος Δημήτρης Μαρτῖνος ἀπό τόν Σίλακα (Δρυοπίδα) τῶν Θερμιῶν (Κύθνου) ἔθεσε ὑπ᾿ ὄψει μου –καί τόν εὐχαριστῶ θερμά γι᾿ αὐτό- τόν θερμιώτικο τύπο φουσκομαΐδα (= τό σῦκο πού ἔχει «γίνει» λίγο παραπάνω καί ἀνοίγει στό πίσω μέρος). Ἡ πληροφορία εἶναι ἀνεκτίμητης ἀξίας, γιατί ἐπιβεβαιώνει πέραν πάσης ἀμφιβολίας τήν ὑπόθεση ὅτι τό «σῦκον» προέρχεται ἀπό τό πρωτοελληνικό «φῦσκον» (φοῦσκο), ἀφοῦ σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδας ὁ τύπος γιά τήν «φουσκομαΐδα» εἶναι συκομαΐδα καί σ᾿κομαΐδα, καί σ᾿κουμαΐδα, καί σ᾿κοπαΐδα καί σ᾿κομαρίδα καί σ᾿κορμαΐδα κ.λπ.! Ἑπομένως στά Θερμιά ἔχει διατηρηθῆ ὁ πρωτοελληνικός τύπος, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, δέν ἔχει καταγραφῆ στό Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καί Ἰδιωμάτων."

Μετὰ τὰ παραπάνω πιστεύω πὼς πρέπει νὰ γράφουμε φουσκομαΐδα (μὲ ὄμικρον), ἐπειδὴ ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ πρωτοελληνικὸ φῦσκον καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ φουσκώνω, ὅπως ἐσφαλμένα πίστευα μέχρι τώρα.

#10
soulto

Απντέη στο σημείωμα του Ν. Σαραντάκου (που λέει ο Κχαν παραπάνω): Το πονηρό φρούτο.

#11
donmhtsos

Σούλτω, εὐχαριστῶ (ἔστω καὶ καθηστερημένα, γιατὶ ἤμουν στὰ Θερμιὰ) γιὰ τὸ ἀπντέη.