Συλλογική ονομασία για διάφορα είδη κυρίως έντομα, πουλιά, τρωκτικά κ.τ.τ., που καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Μεταφορικά χρησιμοποιείται και για ανθρώπους που επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα. Ετυμολογία άγνωστη σ' εμένα (πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη). Μπορεί να προέρχεται από το λατινικό praedator: θηρευτής, αρπακτικό.

Πρώιμα κληματαριά ήτανε φορτωμένη. Πλάκωσε ύστερα η πρέδα, σπουργίτες, σφήκες, πεντικοί και τηνε ρημάξανε.

Την περασμένη βδομάδα ήτανε γεμάτη η βερυκοκιά. Μόλις 'ριβάρανε η φαμίλια του γείτονα, πρέδα σωστή, δεν αφήσανε τίοτα. Μονάχα τα φύλλα δεν κόψανε!

Όσοι αγνούν τη ντοπιολαλιά τη συγχέουν με την πρέζα, με αποτέλεσμα σοβαρές παρεξηγήσεις.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν πολλοί ξενητεμένοι με τις οικογένειές τους γύρισαν στο νησί για να γλυτώσουν την πείνα που μάστιζε την Αθήνα, ένας από τους ντόπιους παραπονέθηκε:

-Πλάκωσε η πρέδα.

-Ποιόν είπες πρέζα βρε;

αρπάχτηκε ο "αθηναίος" και αν δεν ήταν κι άλλοι να μπούν στη μέση και να δώσουν τις απαραίτητες εξηγήσεις θα είχαν άσκημα ξεμπερδέματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
soulto

Αχαχαχά, Ποιόν είπες πρέζα βρε; +5

#2
donmhtsos

Tὴν ἔννοια τῆς λέξης πρέδα ἀποδίδει ἡ ἀγγλικὴ λέξη pest.