λείξουρος ή λειξούρης, λειξουριά

Από το ρήμα λείχω=γλείφω. Χρησιμοποιείται στην Αναστασιά Σερρών. Σημαίνει άνθρωπος που του αρέσουν τα γλυκά και γενικά τά νόστιμα εδέσματα.

Μόνο με λειξουριές την έβγαλες σήμερα !!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
soulto

Μπράβο! Το ξέρω από τη Δράμα. Λειξούρης.

#2
xalikoutis

Στην Κρήτη λέ(γα)νε το εξής στα μικρά παιδάκια: "κάνε (του) το λέιξη", δηλαδή, κάν' τον να ζηλέψει με τη λιχουδιά που σου έδωσα, και τα προέτρεπαν να κάνουν το ένα στο άλλο μια χειρονομία με το δείκτη του ενός χεριού να "βιδώνει" στην παλάμη του άλλου χεριού (όπως στο "ζήλεια-ψώρα"). Ακούγεται αντιπαιδαγωγικό, αλλά ίσως με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να μάθουν στα παιδάκια να εκτιμούν αυτό που τους είχε δωθεί ως κάτι εκλεκτό - προκαλώντας, δηλαδή, μια αντίδραση ζήλειας από το άλλο παιδί! Επίσης, επειδή ήταν κοροϊδευτική χειρονομία, τα παιδάκια καμιά φορά μυξοκλαίγανε επειδής κάποιο άλλο τους έκανε το λείξη, δηλαδή, έπαιζε με τον πόνο τους που δεν είχαν αυτό που εκείνο είχε και δεν το μοιραζόταν.

#3
xalikoutis

προφ, συνήθως προέτρεπαν ένα πολύ μικρό παιδάκι να προκαλέσει, κάνοντας το λείξη, μεγαλύτερο παιδάκι που θα ζήλευε μεν αλλά δεν θα παρεκτρεπόταν ή δε πληγωνόταν ιδιαίτερα και προφάνουσλυ μετά από το σχετικό καλαμπούρι με το μικρό παιδάκι που έκανε το μεγαλύτερο να ζηλέψει, έδιναν και στο μεγαλύτερο από τη λιχουδιά. Χωρίς όμως επίβλεψη ενήλικα τα παιδάκια που είχαν μάθει το κόλπο έκαναν το λείξη το ένα στο άλλο ασύστολα και αφορολόγητα με αποτέλεσμα να τσακώνονται.

#4
dryhammer

Όταν το άκουγα (στα '80ς) από Νιγριτνιά νόμιζα οτι είναι απο το λιγούρα ή το λιγεύω/λιγώνω γιατί μου ταίριαζε με τα συμφραζόμενα.