με σακουλιάζουν

ως μέσης διάθεσης και το μορφολογικά παθητικό στο λήμμα.

Η κυριολεκτική σημασία του να βάζω κάτι μέσα στη σακούλα, έχει πάρει μεταφορικές διαστάσεις. Ο άνθρωπος σαν αντικείμενο σακουλιάζεται. Παλιά σλανγκ που λεγόταν για τα ντου που κάνανε οι αστυνομικοί και πηγαίνανε αυτόφωρο τους παραβάτες, τυλίγοντάς τους σε μια κόλλα χαρτί λες και είναι σαρδέλες.


- Ρε συ, που πήγε ο Μάκης κι οι λοιποί. Περίεργο! Πώς το ρεμπελιό των ποπολάρων δε φάνηκε ακόμη;
- Δε το'μαθες; Χτες βράδυ ξεσήκωσαν τη γειτονιά με μπουζούκια - μπαγλαμάδες και στήσανε γλέντι... Η χοντογιώργαινα η στρίτζω ειδοποίησε την αστυνομία και τους σακουλιάσανε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
dryhammer

Ενεργητικά το σακουλιάζω σημαίνει και την αποπεράτωση όπως- όπως τύπου ξεπέτας. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την προσεκτική/λεπτομερή/πολυτελή/διεξοδική πρόοδο του έργου/πονήματος κλπ και το τελέιωμά του στα γρήγορα επειδή στέρεψαν τα κεφάλαια/ο χρόνος/ η έμπνευση του δημιουργού κλπκλπ

Το προχωρούσαν τρείς σεζόν το σίριαλ κανονικά με πλοκή με όλα και στο τέλος το σακουλιάσανε. Σκότωσαν τους μισούς σε τροχαίο και οι άλλοι φύγανε μετανάστες...

Ξεκίνησε για βίλα και μετα ξέμεινε απο λεφτα και τή σακούλιασε. Πόρτες από ΙΚΕΑ κι απόξω άβαφτο.