Ο καθυστερημένος, αυτός που δεν παίρνει πολλές στροφές. Από το αγγλοσαξωνικό retarded.

– Ρε, μήπως είσαι ριτάρντεντ; Εκατό φορές σου έχω πει το ίδιο πράγμα.
– Τι εννοείς;

Δες και e-tard. / Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία