Σκαπετάω =Απομακρύνομαι μακρυά.

Παράδειγμα: Μωρ' Μήτσαινα μηνκι είδς του μλάρ; Τώραα, σκαπέτσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
dryhammer

Υπάρχει ήδη σκαπετάω παρόλο που το δικό σου είναι πιό σωστό.

Με την ευκαιρία, γιατί δεν δίνεις και περιοχή όπου λέγονται;