Ο νταής, ο βαρύμαγκας (ειρωνικά συνήθως). Παρμένο απ' τους μάγκες του Ψυρρή τη δεκαετία του '20, που ρίχναν τα ζωνάρια τους στον δρόμο για να τα πατήσει κάποιος περαστικός και να αρχίσουν καβγά.

Πολύ κουτσαβάκι την έχει δει ο Νταήδης και θα τον τσακίσω στο ξύλο καμιά ώρα.

(από suxumuxu, 26/10/10)

Βλ. και κουτσαβάκης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Διάλογος μεταξύ Μήτσος ο ρεζίλης και ενός περαστικού:

Κουτσαβάκι;
Όχι! Κουτσός!!

#2
BuBis

Από το rembetiko.gr :

λαϊκός μάγκας των αρχών του 20ού αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους που μιμούνται τους παλιούς νταήδες της εποχής. Με την πάροδο των χρόνων, οι παλιοί νταήδες κατηγορήθηκαν από την κατεστημένη τάξη για εσκεμμένη επίδειξη δύναμης (η οποία ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να ήταν και πραγματική), με αποτέλεσμα η λέξη να αποκτήσει γενικά την έννοια του ψευτοπαληκαρά, αυτού που κάνει επίδειξη δύναμης χωρίς λόγο.

Η ονομασία οφείλεται στον Κουτσαβάκη, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστό μάγκα του 19ου αιώνα. Στο λαϊκό τραγούδι η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του ψευτοπαληκαρά, του νταή. Ο Μάρκος, όμως, στο «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» τη χρησιμοποιεί θετικά.

Άγνωστης ετυμολογίας η λέξη.

Σημείωση δκιάμ: το Κουτσαβάς και το Κουτσαβάκης είναι όντως επίθετα, αλλά μου χάλασε την εικόνα του μάγκα που περπατά ολίγον γυρτά, ολίγον σακάτικα, πως το λενε… μάγκικα ντε!