Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.
Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.
Ζαβός, -ή, -ό: Παλαβός. Αυτός που κάνει τρέλες ή ο αλλοπρόσαλλος.
Πήγε και πούλησε το μαγαζί του για ένα κομμάτι ψωμί ο ζαβός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
0 σχόλια