Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Desperado

Το μαρκούτσι είναι και Επαγγελματική αργκό, όπου προσδιορίζει σωλήνα ή σωληνάκι υψηλής πιέσεως για οποιαδήποτε μηχανή. Τα σωληνάκια π.χ. για τα υγρά φρένων στο αυτοκίνητο, λέγονται μαρκούτσια.

Συνεπώς, δεν είναι ακριβώς το ρύγχος αλλά όλο η σωλήνα.

#2
Μιτζνούρ

Ψηφίζω emkrit marpuç είναι όντως, στα τουρκικά, το ρύγχος του ναργιλέ, και μαρκούτσι το λέμε κι εμείς όταν πρόκειται για ναργιλέ, κι έτσι πέρασε, με k και στα αλβανικά. Προέρχεται από το παλαιοπερσικό nargul που σημαίνει 'κοίλος, σωλήνας' και πιθανότατα σχετίζεται ετυμολογικά με το nargile. Βέβαια και στα τούρκικα, στο marpuç περιλαμβάνεται κατά συνεκδοχή και ο σωλήνας που πάει στον ναργιλέ. Η μεταβολή του p σε k μπορεί να οφείλεται είτε σε ακουστικό λάθος, διότι η λέξη μεταφερόμενη από γλώσσα σε γλώσσα έχασε την ετυμολογική της συνάφεια είτε για να μην 'ενοχλεί' από σχεδόν ομόηχη ελληνική λέξη. Το αστείο είναι ότι κατέληξε να σημαίνει και αυτό. Η αρχική χρήση της λέξης ατα ελληνικά, πέραν του ναργιλέ, ήταν 'πέος' και μετά απέκτησε όλες τις άλλες σημασίες που είναι πια τεχνική jargon (professional jargon)

#3
aias.ath

Οἱ Καλύμνιοι σφουγγαράδες ὡνόμαζαν τὸν σωλῆνα ποὺ τοὺς ἔδινε ἀέρα ἀπὸ τὸ κομπρεσσέρ μαρκοῦτσο. Τὸ -τσο προφέρεται πολὺ ἰδιόρρυθμα ἀπὸ τοὺς Καλυμνίους ὡς πολὺ λεπτό, κάτι σὰν ἀντίθετο τοῦ -tscho.