(πληθυντικός μόνο) Εμφατικός χαρακτηρισμός των οπισθίων. Συνήθως συνοδεύεται από την έκφραση «θα σου/ της ξεσκίσω τα».

- Τι άλογο είναι αυτή η Ελένη!
- Ε ρε και να την βάλω κάτω, θα της ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα!

ΒΑΡΔΟΥΛΟ ΔΕΡΜΑΤΙΝΟ ΑΠΛΟ (από dryhammer, 15/05/14)βάρδουλα (από dryhammer, 15/05/14)γαντζόκλειδο για βάρδουλες (από dryhammer, 15/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Το Λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη ορίζει το βάρδουλο ως την δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα. Αν σκιστεί ή φύγει το βάρδουλο το παπούτσι θέλει τσαγκάρη - ή πέταμα.

#2
Hank

Μπράβο Πονηρόσκυλο! Μού 'λυσες απορία χρόνων!

#3
dryhammer

Αντιγραφή από το «γαμώ τα βάρδουλα»
Βάρδουλα (η) είναι και η μεγάλη βάνα πχ παροχής νερού από αντλία άλλως και πομώνα. Έχει χέρι τύπου τιμονάκι και για τις πιό μεγάλες χρησιμοποιείται «γαντζόκλειδο» σχήματος F. Από κεί και το «άνοιξαν τα κωλοβάρδουλα» για δικαιολόγηση κωλοφαρδίας