O γλοιώδης κόλακας. Tσανάκα είναι (νομίζω) το πήλινο που βάζουν το γιαούρτι.
Α, τον γελοίο, τον τσανακογλείφτη! Τι έχει βάλει στο μυαλό του πάλι;
O γλοιώδης κόλακας. Tσανάκα είναι (νομίζω) το πήλινο που βάζουν το γιαούρτι.
Α, τον γελοίο, τον τσανακογλείφτη! Τι έχει βάλει στο μυαλό του πάλι;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
4 σχόλια
johnfistikis
επίσης συναντάται με την ίδια έννοια για να δώσει έμφαση και το «τσανακογλύφτης της μπουρζουαζίας»
poniroskylo
Τσανάκα είναι γενικά το πήλινο ή ξύλινο σκεύος. Σε σκεύη ακριβώς όπως αυτό που έχουμε συνδέσει με το παραδοσιακό γιαούρτι έβαζαν και το φαΐ των σκυλιών (ακα αποφάγια) τα οποία και έγλειφαν το σκεύος, την τσανάκα, μέχρι τελευταίας. Οπότε ο τσανακογλείφτης παραπέμπει στον εξαρτημένο, που ζει από τα αποφάγια, τα γουστάρει και λέει κι ευχαριστώ. Και το κόλακας σωστό είναι αλλά μάλλον είναι συμπληρωματική ιδιότητα.
jesus
το «χωρίζουμε τα τσανάκια μας» είναι σχετικό ως προς την καταγωγή, αλλά μας πρόλαβε ο τριαντά.
Khan
Βλ. το σχετικό άρθρο του Ν. Σαραντάκου.