1. Αυτός που γουστάρει πολύ τα γυναικεία οπίσθια (ε, άμα είναι γκέι τα αντρικά...)

  2. Αυτός που του αρέσει να κάνει πρωκτικό σεξ.

  1. - Ω ρε μανίτσα μου, κοίτα έναν πάτο που έχει η γκόμενα!
    - Α, εσύ είσαι μεγάλος κωλαράκιας!

  2. - Το 'χω ανάγκη πολύ Αννίτα μου, από πίσω σου λέω... Εεε, άντρας είμαι, το θέλω!
    - Σιγά ρε Κωνσταντίνε, ηρέμησε! Δεν τό'ξερα ότι είσαι κωλαράκιας!

(από Cunning Linguist, 15/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Jonas

@ παράδειγμα 2: αχαχαχαχαχαχαχα! XD 5*