Τρελός, παλαβός.

Μωρή, αυτή η τζάσλω νάκα τζινάβει (=αυτή η τρελή δεν καταλαβαίνει).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία