Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.

  1. - Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.

  2. - Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Η τσαπέλα είναι δοχείο με σύκα.

#2
poniroskylo

Το ΛΚΝ δίνει

τσαπέλα η [tsapéla] Ο25 : αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα

#3
iron

Τσαπέλα είναι το υπερώριμο σύκο που ακόμα κρέμεται πάνω στο δέντρο και είναι έτοιμο να πέσει. Έχει ήδη στεγνώσει, ζαρώσει και κιτρινίσει και η φλούδα του είναι σκληρή. Από την τσαπέλα γίνονται τα καλύτερα ξερά σύκα. Αν θέτε συνταγή, εύκολο.

#4
PUNKELISD

Χαχα! Μου πέσαν τα φρύδια, μου 'φυγε το μούσι και τέτοια μ΄αρένουν!

#5
MXΣ

#6
iron

ρε μπας και έχει καμιά σχέση με το εκκλησάκι / παρεκκλήσι, chappel (τσάπελ) αγγλικά, chapelle (σαπέλ) γαλλικά, capella (καπέλα) ιταλικά;;; το ΛΚΝ δίνει ότι είναι αρμαθιά από αποηγραμένα σύκα, όχι το ένα σύκο. μήπως ξέρω γω το σχήμα της αρμαθιάς φέρνει σε εκκλησία;

#7
MXΣ

ντόινγκ, ντόινγκ, χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες της chappelας...

#8
patsis

... και η ψολίστ τραγουδούσε a chapella.

#9
MXΣ