Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.
Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;
Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.
Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
13 σχόλια
athens as it really is
συνώνυμο το σερσερής
Επισκέπτης
Σερσερής, ή και σερσερίκος στο υποκοριστικό του.
Παραπλήσια σημασία ο μπονάκης, μπουνταλάς, σασκίνης.
Επισκέπτης
yes ser!
patsis
Το «σασκίνης» το έχω εδώ και ένα χρόνο στο πρόχειρο, έχω βρει και την ετυμολογία, ανεβαίνει οσονούπω.
olisse
το σερσέμης αν δεν κάνω λάθος σημαίνει «ατσούμπαλα βιαστικός»...
iron
βλ. εδώ για το σωστό
MXΣ
Ο δάσκαλος μου της Τουρκικής με είχε πει ότι το sersem σημαίνει: o αποβλακωμένος, παραζαλισμένος, κατάπληκτος, σαστισμένος, κλουβιασμένος, αναστατωμένος, μπερδεμένος, συγχισμένος, κλπ, κλπ. Aν τώρα είναι και επιπόλαιος, εγώ το χέρι μου δεν το βάζω στην φωτιά... Tamam;
MXΣ
'Αρα μιαν χαράν το έχωμεν...
iron
εδώ πρέπει να μας μιλήσει κανας ειδικός. Γιατί δεν ξέρουμε αν στα ελληνικά έχει κρατήσει την τουρκική σημασία ή όχι.
(να πω επί τη ευκαιρία κάτι που έχω σκεφτεί γενικά: βλέπω ότι κάποιες τέτοιες παλιές και δη ξενόφερτες λέξεις, σήμερα χρησιμοποιούνται, κυρίως από τους νέους, με άλλη σημασία, είτε από παρανόηση ή από άγνοια. Πράγμα που το βρίσκω ενδιαφέρουσα εξέλιξη των λέξεων αυτών).
Κρατάμε και τα 2 τότε, μέχρι να βγει άκρη.
MXΣ
Και να κάνουμε και ένα master debate όπου το πονηρό- και ο χαλικού, να παραθέσουν τσι απόψεις τους, ναι;
iron
κατά κει το βλέπω!
νεοχρης
Ο βιαστικος, ο αγχωδης στις κινησεις του και γενικα στη συμπεριφορα του. (α αιωνιος αναζητητης της γυναικας...)
Και πιθανον ολα αυτα να προερχονται οντως απο το «ΣΕΡΣΕ ΛΑ ΦΑΜ»!
deinosavros
Καλά τα λέει ο ΜΧΣ για το sersem (να τον ακούτε ρε, δεν είναι σερσέμης ο άθρωπας).
Serseri = αλήτης.