Αυτός που δεν δουλεύει και περιμένει τα έτοιμα, τζαμπατζής.

Η καημενούλα έκανε γαμπρό αυτόν το σελέμη. Και είχε άλλα όνειρα για την κόρη της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Αναφορά:αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ακαμάτης, αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.

Σελεμώ / -ίζω: οικειοποιούμαι κάτι όχι δικό μου. [τουρκ. selem = προπληρωμή].

#2
νεοχρης

σελεμης, λιγουρης, πειναλας... Ενα και το αυτο!