Αυτός που δεν δουλεύει και περιμένει τα έτοιμα, τζαμπατζής.
Η καημενούλα έκανε γαμπρό αυτόν το σελέμη. Και είχε άλλα όνειρα για την κόρη της.
Αυτός που δεν δουλεύει και περιμένει τα έτοιμα, τζαμπατζής.
Η καημενούλα έκανε γαμπρό αυτόν το σελέμη. Και είχε άλλα όνειρα για την κόρη της.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
Επισκέπτης
Αναφορά:αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ακαμάτης, αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.
Σελεμώ / -ίζω: οικειοποιούμαι κάτι όχι δικό μου. [τουρκ. selem = προπληρωμή].
νεοχρης
σελεμης, λιγουρης, πειναλας... Ενα και το αυτο!