Αυτός που δωροδοκείται, που δέχεται τον λουφέ (λουφές = δωροδοκία).
Γέμισε ο τόπος λουφετζήδες. Πώς θες να πάμε μπροστά;
Αυτός που δωροδοκείται, που δέχεται τον λουφέ (λουφές = δωροδοκία).
Γέμισε ο τόπος λουφετζήδες. Πώς θες να πάμε μπροστά;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
0 σχόλια