Η έλλειψη στύσης.

- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.

%

Βλέπε και ντεκαυλέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

Έχω την εντύπωση πως ο ορισμός είναι λάθος διότι δεν κάνει διάκριση μεταξύ ανικανότητας, μια μόνιμης ή σχεδόν μόνιμης και αντικειμενικά δυσάρεστης κατάστασης, που έχει διάφορες μορφές ιδίως όταν επηρεάζεται από εξωτερικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες και την ξαφνική, ευκαιριακή και μη αναμενόμενη αδυναμία ανόρθωσης, την καθ' εαυτού αφλογιστία. Γι' αυτό ο όρος 'αφλογιστία' είναι μάλλον σκωπτικός παρά περιγραφικός. Τι έγινε, μωρέ; Αφλογιστία έπαθες; Κατ' επέκταση το 'έπαθα αφλογιστία' μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες καταστάσης αδυαμίας άμεσης αντίδρασης, π.χ. Με μούτζωσε, αλλ' έπαθα αφλογιστια και δεν του το ανταπέδωσα / δεν τον έβρισα.

Φυσικά, για λεξικογραφικούς πια λόγους, (και όχι για να πληροφορήσουμε το κοινό του slang.gr) η 'αφλογιστία' όπως ορίστηκε πιο πάνω είναι μεταφορική σημασία. Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει την ξαφνική και φαινομενικώς αναίτια μη εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου. Έβγαλε κι αυτός περίστροφο, αλλ' έπαθε αφλογιστία και δεν πρόλαβε να ρίξει.

#2
panosbb21

μα και βεβαία είναι λάθος αφλογιστία είναι «μη λειτουργία πυροδοτικού μηχανισμού» οπότε σωστός ο ορισμός που έδωσε ο χρήστης Μιτζνούρ !!