Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σεξουαλική πράξη από τη μεριά του άντρα. Μια άλλη χρήση του είναι συνώνυμη της έκφρασης αρμέγω τη σαύρα μου, δηλαδή κατουράω.

  1. - Πολύ μου ζαλίζει τ' αρχίδια η διευθύντρια τώρα τελευταία... - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε μαλάκα... Πότε θα της ρίξουνε κανέναν πούτσο να ησυχάσουμε;!

  2. - Άντε, να πληρώσουμε τον λογαριασμό και να την κάνουμε για πουθενά αλλού; - Πάρε να πληρώσεις και τα δικά μου, εγώ πάω στην τουαλέτα να ρίξω έναν πούτσο και φύγαμε...

Δες ακόμη: ρίχνω δυο μουνιά, ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Με τη δεύτερη σημασία το έχω ακούσει και ρίχνω ένα πουτσοκάτουρο.

#2
jesus

εγώ ως ρίχνω ένα μπούτσο κάτουρο, όπου ο πούτσος χρησιμεύει μάλλον ως μονάδα μέτρησης: ένας πούτσος κάτουρο = ένα νορμάλ κατούρημα (με τα στάνταρ του ομιλούντος).

#3
slangprof

Όπως επίσης «ρίχνω ένα πούτσο στη λεκάνη». Με την αναφώνηση «πάρτα μωρή λεκάνη!» κατα τη διάρκεια.

#4
GATZMAN