Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι,
λατσαβέλω = καλωσορίζω.
- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)
Ωραίος, καλός (στα καλιαρντά).
Επίσης:
λατσολίθαρο = διαμάντι,
λατσαβέλω = καλωσορίζω.
- Λατσό το γαργαρότεκνο! (=καλός ο ναύτης)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
5 σχόλια
poniroskylo
Από τα Ρομανί, τη γλώσσα των τσιγγάνων, όπου επίσης σημαίνει όμορφος, καλός.
Paparas
Σωστος! ετσι λεει και ο Πετροπουλος
βεβαια οταν εγραψα το λημμα δεν ειχα το λεξικο. Το λατσο- αποτελει στοιχειο και πολλων αλλων συνθετικων λεξεων (οι οποιες επονται!)
aias.ath
Συνώνυμον τὸ μπούκουρος, ἀπὸ τὰ ἀρβανίτικα, ποὺ σημαίνει ἐπίσης ὡραῖος.
Μερικὰ παράγωγα: Λατσοσύνη=ὀμορφιά, καλωσύνη
λατσοτέμπα=καλοκαῖρι
λατσοφουρτούνας=τυχερός (fortuna=τύχη)
Φράσεις: Λατσάβελες!=καλῶς ὥρισες
Στὸ λατσοδίκελμα=στὸ ἐπανειδεῖν (δικέλω=βλέπω)
HODJAS
Κωλατσό = καλλίπυγος
poniroskylo
Μήπως και κωλατσός;
Κωλατσό(ς) = καλλίπυγος = εύκωλος (με ωμέγα);
Λύο ακούει;