Αυτός που δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες προσδοκίες ή προδιαγραφές, ανάξιος, ανεπαρκής, μέτριος. Συνώνυμα: φτωχός.

Συχνά συναντάται στη φράση πέφτω λίγος (σε/για κάποιον): δεν αξίζω (σε κάποιον), είμαι κατώτερος (από κάποιον).

  1. Ο Bana δεν αποδείχθηκε λίγος ---αυτό που ήταν ανεπαρκές ήταν η αμοιβή του ως κωμικός, κάτι που τον ανάγκασε να συνεχίσει να ανακατεύει ποτά πίσω από το μπαρ για άλλα δύο χρόνια. (Απο εδώ)

  2. Θεωρώ ότι ο κιθαρίστας τους είναι λίγος για τους HIM, συμμερίζεστε την άποψή μου; (Απο το διαδίκτυο)

  3. [...] η Κάρλα δεν είναι καμία αδαής παιδίσκη. Ο Ιταλός πατριός της είναι μουσικοσυνθέτης και η μητέρα της πιανίστρια. Είναι αλήθεια ότι κυνήγησε τον Μικ Τζάγκερ, τον Ερικ Κλάπτον και τον Ντόναλντ Τραμπ. Έζησε, όμως, μαζί με πραγματικό φιλόσοφο, τον Ζαν-Πολ Εντοβέν, προτού τα φτιάξει με τον γιο του, Ραφαέλ, που κι αυτός είναι φιλόσοφος. [...] Τα τραγούδια της είναι καλά και κέρδισε το γαλλικό Γκράμι το 2004. Ας μην λέει λοιπόν ο Σαρκοζί ότι του πέφτει λίγη. Η αλήθεια είναι ότι του πέφτει πολλή. (Από την Καθημερινή)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία