Στα καλιαρντά: ομιλώ. Μετεξέλιξη του ρήματος αποτελεί ο τύπος μπουάβω (στην ντούρα λιάρντα, την πιο πρόσφατη [σχετικά] μορφή των καλιαρντών).

Επίσης:

μπενάβω ανθυγιεινά: κουτσομπολεύω, κακολογώ
μπενάβω καπνολεκέδες: κουτσομπολεύω, λέω βρωμιές
μπενάβω κουσέλες: βρίζω, κακολογώ
μπενάβω κους-κους: τηλεφωνώ
γουλφομπενάβω: γαβγίζω
μπέναμα, το: η ομιλία

  1. Κουλά μπενάβει η τζασλή! (= Βλακείες λέει η τρελή!)

  2. Νάκα μπενάβεις κι άβελε αποκατέ! (Μην μιλάς κι έλα εδώ!)

Από το 1.07. "Άρπα Κόλλα" του Νίκου Περάκη (από Khan, 19/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Η τυπική απάντηση στο «μπενάβεις καλιαρντά;» είναι «καί τα μπενάβω καί τα τζινάβω» (με ανάλογο ύφος)...

#2
iron

και από πού βγαίνει το μπενάβω;;;;

#3
vikar

Ο Πετρόπουλος γράφει «ενδεχομένως γύφτικης αρχής», πάντως ο πονηρός δέν το συμπεριέλαβε στο όπους του.

#4
betatzis

λέω : πενάβ, από εδώ το ρήμα της λαϊκής μπενάβω. Μην πας σου είπα: να τζα πενδόμ (τσιγγάνικο τραγούδι Θράκης). Αντιγραφή από : « Γλωσσάριο της Ρωμανί, όπως τη μιλούν οι μουσουλμάνοι Ρωμά της ελληνικής Θράκης» (ελληνο-ρωμανό) του Αντώνη Λιάπη, Κομοτηνή, 1988.
Γεια σου Βίκαρ.

#5
vikar

Γειά σου ρε μπέτα καίριε...