Ο σπαγκοραμμένος, ο τσιφούτης. Προέρχεται από την γλύνα (=γλίτσα).

  1. - Άφησε κανένα χαρτζιλίκι ο κυρ-Κώστας;
    - Μπα, τίποτα. Αφού είναι γλύνας ο τύπος.

  2. - Πάλι αναπάντητη μου έκανες ρε γλύνα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία