Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από τους Θεσσαλονικείς και σημαίνει πήγαινε.

Πάνε να φέρεις μια μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλια του Μιχάλη ρε Μήτσο!

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Ετυμολογείται απο την προστακτική του τύπου πα(γ)αίνω: πάαινε > πάνε. Στον πληθυντικό είναι πάντε.

#2
Επισκέπτης

kala aytoi oi thesssalonikoi olo kati teteies kotsanes petane...xuxux

#3
Επισκέπτης

EMEIS PANTWS PANES leme aytes p vazoume gia na xezoun ta mwra!

#4
Galadriel

Ιδιαιτέρως δημοφιλής με την μορφή «πάνε γαμήσου», όπως θα έλεγαν οι χαμουτζήδες «σείρε γαμήσου» - δηλαδή χωρίς μένος, απλά απαξιωτικά («χέσε μας ρε φίλε»).